Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Η Σταμούλα-Του Φίλιππου Λάζαρη από το βιβλίο 'Μια φορά και ένα καιρό'

          Η δεκαετία του 1930 –1940 επέβαλε στη Λευκάδα το αυτοκίνητο σαν μεταφορικό μέσο αντικαθιστώντας τα κάρα και τα γάιδαρο-άλογο-μούλαρα, που ως τότε μεταφέρνανε τα αγροτικά προϊόντα στη χώρα και στο γυρισμό τους στα χωριά μεταφέρνανε τα αγαθά της αγιομαυρίτικης αγοράς που είχανε ανάγκη οι χωριάτες. Αλλά και την επιβατική κίνηση την πήρανε από τα ζώα και τα κάρα - δεν λέω  κι από τις άμαξες (σούστες), γιατί αυτές σπάνια βγαίνανε στα χωριά και σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνον σε πολύ λίγα χωριά. Έτσι λοιπόν, τότε, επικράτησε το ημιφορτηγό. Στους Σφακιώτες ένα σε κάθε χωριό.
          Στα Ασπρογερακάτα ο Βασίλης Τζουγάνης, στον Κάβαλο ο Γιώργος ο Πίτας, στο Σπανοχώρι ο Κωνσταντίνος Λάζαρης του Σπύρου και της Σταμάτας, στο Πινακοχώρι ο Μαρίνος ο Γιωργάκης, στον Πρεμεντινό ο Θεοφάνης Κουνιάκης ή Λούκας, στα Λαζαράτα αρχικά ο Δημοσθένης ΛάζαρηςΓεωργουλάς κι αργότερα ο Κώστας Λάζαρης Θανασίας και Πέτρος Λάζαρης του Δασκάλου.
          Αυτό το τελευταίο αυτοκίνητο ήταν η περίφημη «Σταμούλα». Σωφέρ της «Σταμούλας» ήταν ο Πέτρος Π. Λάζαρης και βοηθός (παρασωφέρ) ο Σωτήρης Τσερεβέλας από το Πινακοχώρι. Το αγοράσανε αντάμα με τ’ όνομά του από τον Μαρίνο Γεωργάκη, όταν αυτός έφερε καινούριο.
          Αλλά γιατί «Σταμούλα»; Νονοί ήτανε οι Πινακοχωρίτες! Θέλεις γιατί το αυτοκίνητο ήτανε ξεχαρβαλωμένο...,θέλεις γιατί είχε «πάντα κι άλλη» έξω από την καροτσαρία κρεμασμένα τα σακούλια με τα ψώνια…,θέλεις γιατί κάθε απόγευμα ξεμπουκάριζε από τα Λαζαράτα για το Πινακοχώρι αγκομαχώντας...πράγματα όλα αυτά που θυμίζανε τη γριά ζητιάνα Σταμούλα την Αγιομαυρίτισσα, τη θεια Νταμούλα Πάναινα–τη γυναίκα του Πάνου–που την ίδια ώρα, έφτανε από τα Λαζαράτα προς το Πινακοχώρι ύστερα από την εξαντλητική κούραση της γυροβολιάς για ζητιανιά όλη μέρα φορτωμένη παλιοσάκουλα γεμάτα με ξεροκόμματα και βογκώντας από τα γεράματα και την κούραση…
          Θα έτυχε, λοιπόν, κάποιος Πινακοχωρίτης, σε ώρα πνευματικής ευφορίας του, σαν είδε το αυτοκίνητο να ’ρχεται τρέμοντας, αγκομαχώντας και φορτωμένο δώθε και κείθε με σακούλια, να θυμήθηκε τη Νταμούλα την Πάναινα και είπε περιπαιχτικά:
-Η… Νταμούλα έρχεται.
 Κι έμεινε. Έμεινε «Νταμούλα», που αργότερα εξωραΐστηκε κάπως κι έγινε «Σταμούλα». Όταν, λοιπόν, πουλήθηκε από το Μαρίνο στους Λαζαραίους, πήρε μαζί της και το όνομά της: «Σταμούλα». Και όχι μόνο το όνομα κράτησε, μα και το δρομολόγιο, γιατί εξακολούθησε να έχει αφετηρία το Πινακοχώρι και περαστικά να εξυπηρετεί και τα Λαζαράτα. Κάθε αυγή ξεκινούσε από τη «Μ’λοκοκιά» του Πινακοχωριού και περνούσε στα Λαζαράτα κάνοντας στάσεις στη «Λιθιά» (ή «Δενδρολίβανο»), στο «Περνάρι», στη «Λόντζα», στις «Μπαράκες» ή και κάπου ενδιάμεσα, σαν είχε να φορτώσει τραβέντζο ή ό,τι άλλο και γύριζε από τη Χώρα τ’ απογευματάκι, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή και κάνοντας τις ίδιες στάσεις για να ξεφορτώσει ό,τι έφερνε από τη Χώρα και να κατεβάσει τους επιβάτες.
          Φυσικά, έτσι καθώς ήτανε τότε η κοινωνική ζωή στα χωριά μας, η άφιξη και το πέρασμα του αυτοκινήτου και προπάντων της «Σταμούλας» ήταν ένα γεγονός. Κι ακόμα, καθώς ο κοσμάκης ήταν απλός, αθώος και δεμένος με συγγένειες, κουμπαριές, υποχρεώσεις και φιλίες και καθώς η σπιρτάδα του μυαλού και η διάθεση για μέτωρα δεν έλειπαν από πολλούς, γινότανε κάποτε έξυπνα πειράγματα και λεγόντανε όμορφα αστεία.
Ας πούμε κάτι γι’ αυτά:
          Μια φορά ο Αντώνης ο Πίκολης είπε στον παρασωφέρ της «Σταμούλας», το Σωτήρη τον Τσερεβέλα, να του «αφήσει τ’ ασκιά» για να φορτώσει την άλλη μέρα είκοσι βαρέλες κρασί για τη Χώρα. Ο Σωτήρης τσαλαφιάστηκε. «Πού στο διάολο το βρήκε, Μάη μήνα, τόσο κρασί ο Πίκολης;». Μα τι να κάμει; Τ’ άφησε τ’ ασκιά για το τραβέντζο.
- Είκοσι βαρελώνε σ’ άφησα κ’μπάρ’ Αντώνη. Φτάνουν; ρώτησε.
- Άσε μ’ άλλη μισή ντ’ζίνα ασκιά, του είπε ο Αντώνης.
          Το Σωτήρη τον ζώσανε τα φίδια. Τ’ άφησε άλλα έξι ασκιά δύσπιστος και συλλογισμένος. Τόσο κρασί, Μάη μήνα, ο Πίκολης!!!
          Την άλλη μέρα, μπονόρα, σαν πρόβαλε στου Κωσπέτου κοιτάζει και τι να δει! Απέναντι στη λιθιά–εκεί που κατεβάζανε τα τραβέντζα–κάπου είκοσι πέντε μεγάλα ασκιά γεμάτα αράδα-αράδα στη «Λιθιά» περιμένανε…
- Μπράβο Πίκολη! Μπράβο Τασόνη! (ο Αντώνης είχε δυο παρατσούκλια ή μάλλον τρία, αφού το καθαυτό του ήτανε Κορούσος).
- Μπράβο κ’μπάρ’ Αντώνη! 
          Γελάγανε και τα μουστάκια του Τσερεβέλα.
- Καλό αγώγι! Μπράβο! Θα φάμε καλά σήμερα! Σήμερα έχει γκιουβέτσι στου Καπελαντώνη ή στου Καροτσέρη…
          Σαν έφτασε εκεί και πριν καλά-καλά σταματήσει τ’ αυτοκίνητο, σάλτησε ο Σωτήρης από το φτερό (γιατί όλο στο φτερό ταξίδευε ακόμα κι αν τύχαινε αδειανό τ’ αυτοκίνητο). Χαιρέτησε όλους χαρούμενος και κατέβασε την πίσω πόρτα για να φορτώσει. Άρπαξε με όλα τα δυνατά του το πιο μεγάλο ασκί–θα ’τανε βαρελιάρικο–να το φορτώσει, μα το ασκί ήτανε αλαφρό σαν πούπουλο, τόσο που παρ’ ολίγο να πέσει πίσω με τις πλάτες. Ήτανε φουσκωμένο, όπως κι όλα τα άλλα, με αγέρα. Τα ’χασε ο Σωτήρης, μα σαν είδε τον Αντώνη μπροστά στο σπίτι της Λύρενας να ξεκαρδίζεται στα γέλια, κατάλαβε…
- Άει κ’μπάρε Πίκολη, κι έγνοια σου! Άει και θα τα πούμε… Και δεν ξέρω αν τα είπανε και τι είπανε, γιατί ήτανε και μετά όπως και πριν αγαπημένοι.
          Κάποια φορά η «Σταμούλα» ήτανε έτοιμη, μπροστά στον Αϊ- Μ’νά, να ξεκινήσει για το χωριό. Την τελευταία στιγμή τρεις νέοι, που δεν βρήκανε φαίνεται τιμητική, ανάλογα με το ντύσιμό τους, τη θέση που τους έβαλε ο Σωτήρης να καθίσουν (πρώτη φορά που ο Σωτήρης δεν σεβάστηκε την εμφάνιση κι αδιαφόρησε για τα καινούργια κοστούμια που φορούσαν), κατεβήκανε επιδεικτικά από το αυτοκίνητο και κινήσανε για το χωριό με τα πόδια. Όμως, ώσπου να φτάσουν στο εικονοστάσι τ’ Αϊ-Αντωνίου, τους έφτασε η «Σταμούλα» και μεγαλόπρεπη τους ξεπέρασε και οι νεαροί δεχθήκανε την καζούρα του πληρώματος. Μα ώσπου να πάει διακόσια μέτρα-ακριβώς μπροστά στου «Τσεχλιμπού» (εκεί που είναι η παλιά τοιχοποιία μιας καθολικής εκκλησίας που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε)-η «Σταμούλα» χάλασε. Οι επιβάτες κατεβήκανε, ο σωφέρ σκυμμένος στη μηχανή προσπαθούσε να βρει το «λάθος», ενώ ο παρασωφέρ, ο Σωτήρης, έφερνε γύρες σαν μανιασμένος ταύρος, βλαστημώντας μέσα του και μουρμουρίζοντας. Μα σαν είδε τους… αποστάτες, ξέσπασε:
- Μπορούμε να πάμε καλά με αυτά τα κ…παίδια που μας σκοτίσανε τον κ…!
          Στο μπροστινό κάθισμα, πλάι στο σωφέρ, καθόντανε μεγαλόπρεπα ο δάσκαλος ο Πάνος, πατέρας του σωφέρ, που δεν καταδέχτηκε να κατεβεί. Σαν είδε τους νέους, που στο μεταξύ είχανε φτάσει και προσπερνούσανε καμαρωτά-καμαρωτά, φώναξε τον έναν και του είπε μ’ εκείνο το ειρωνικό του ύφος, τάχα εμπιστευτικά:
- Σε παρακαλώ, ειδοποίησε στα σπίτια μας, σαν φτάσετε στο χωριό, πως ερχόμαστε κι εμείς αλλά θα αργήσουμε λίγο γιατί ερχόμαστε με τ’ αυτοκίνητο...
          Κάποτε πάλε-Μεγάλη Παρασκευή ήτανε-κι η «Σταμούλα» ξεκινούσε να φύγει για το χωριό. Πολλοί οι επιβάτες ως έξω στην πόρτα του- ανοιχτή και στηριγμένη με αλυσίδες- και στα φτερά τ’ αυτοκινήτου «πάντα κι άλλη» από μπροστά ως πίσω, γαντζωμένοι όλοι τους από το αυτοκίνητο και μεταξύ τους για να κρατηθούν. Και κει που ο Σωτήρης ήτανε έτοιμος να ανεβεί στο αριστερό φτερό, πλάι στο σωφέρ και να δώσει το σήμα για το ξεκίνημα, να ‘σου και παρουσιάζονται δύο επιβάτες, κουστουμαρισμένοι, γραβατωμένοι, λαμπριάτικα. Δάσκαλος ο ένας, έμπορος ο άλλος. Σαν τους είδε ο Σωτήρης (που, όπως είπαμε, είχε μεγάλη αδυναμία και σεβασμό στους τίτλους, τα κουστούμια και προπάντων στις γραβάτες), έτρεξε και με χίλια καλωσορίσματα άρπαξε τις βαλίτσες και απευθυνόμενος στο πλήρωμα της «Σταμούλας» είπε προστακτικά, σχεδόν άγρια:
- Κατεβείτε, ρε, κάτω όλοι να ανεβούνε να κάτσουνε οι άνθρωποι!
          Όλοι με μιας πεταχτήκανε κάτω. Ποιος τολμούσε να παρακούσει τον Σωτήρη! Άδειασε η «Σταμούλα! Μονάχα ο μπάρμπα Νικολάκης ο Μπατσούνας δεν κατέβηκε. Κάθισε άκρη στο δεύτερο κάθισμα και ρώτησε φοβισμένος τάχα:
- Δε με λες Σωτήρ’, εγώ είμαι «άνθρωπος» ή να κατεβώ;
          Ο Σωτήρης χαμογέλασε συγκαταβατικά. Τι άλλο να κάμει, γιατί ο μπάρμπα Νικολάκης ήτανε μπακάλης (κι αυτά τα πρόσεχε, όπως είπαμε και τα σεβόντανε), μα ήτανε κι αυτός παράξενος… και περισσότερο από τον Τσερεβέλα.
          Πολλά τ’ ανέκδοτα της «Σταμούλας» που στη δεκαετία 1930-1940 στάθηκε ένα χαρούμενο στοιχείο στα τόσα δύσκολα σκληρά και φτωχά χρόνια για τα χωριά μας.
 Από «Τα κάρα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου