Όταν θα πάρεις το δρόμο της Ακόνης, που βγαίνει στη Νικιάνα, εκεί που είναι το γεφύρι του επαρχιακού δρόμου προς Βασιλική, κοντά στο σπίτι του Κακανού και 200 μέτρα μετά την βρύση της Ακόνης περίπου, δεξιά προς το λαγκάδι είναι ο μύλος του Ρίτσου ή, πιο σωστά, ο νερόμυλος, γιατί νερόμυλος είναι.
Άγρια είναι η ερημιά της Ακόνης, που σαν θα πάρει να βραδιάσει γίνεται αβάσταχτη. Παράξενα άγρια.
Έτσι άγριος, παράξενος, σκληρός, μονόχνωτος, ήτανε κι ο μυλωνάς του, που είχε πάρει κάτι απ’ την αγριάδα, την μοναξιά και την σκληρότητα της Ακόνης.
Αντίθετα αυτός από τους άλλους μυλωνάδες, σπάνια μιλούσε κι η κουβέντα του ήτανε… μπελιάς· κι ακόμα πιο σπάνια γελούσε-για να μην πούμε πως ποτέ του δεν γέλασε αφού κανένας δεν θυμάται να τον είδε έστω και μια φορά να ψωμογελάσει.
Στο μύλο ζούσε μοναχός του, κι όταν καμιά φορά ανέβαινε στο χωριό μας, στο σπίτι του, για τη φαμελιά του, ξανά το δειλινό μόνος, αμίλητος, σκεπτικός, έπαιρνε το δρόμο της Ακόνης.