Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Ο Αυθέντης Λευκάδος Γρατιανός Τζώρτζης και η εξέγερση των χωρικών το 1357 (Κάρολος Χοπφ – Ιωάννης Ρωμανός)



«- Πούθε κατάγεσαι μωρέ;
Εδώθε… Σφακισάνος.
- Κ’ εγώ, σκουλήκι αγνώριστο, ο Τζώρτζης ο Γρατζιάνος,
αφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, άρχοντάς σου.
Αυτό το χώμα, που πατώ, οι πέτραις, τα νερά σου,
ήμερο κι’ άγριο κλαρί, τ’ αγέρι σου, η ψυχή σου
όλα δικά μου, μάθε το. Βουνού και λόγγου αγρίμι,
τα ζωντανά σου, τα παιδιά, το αίμα σου, η τιμή σου,
είτ’ έχει τρίχα, είτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι,
το διαβατάρικο πουλί σ’ εμέ μονάχ’ ανήκει
κι’ αξίζει το κεφάλι σου λαγόπουλο ή περδίκι.
Γι’ αυτ’ όθε θέλω θα περνώ κ’ εγώ και τα σκυλιά μου,
τίποτε δεν ορίζετε κ’ είναι κι’ αυτή σπορά μου.
Κι’ ούτ’ άλλη τύχη αξίζετε. Γενιά καταραμένη,
δειλή, κακογεράματη, στον κόσμο ακόμα μένει
για να πομπεύη τώνομα και την κληρονομιά της!»
Έτσι περιγράφει ο Βαλαωρίτης, τη συνάντηση του ήρωά του Φωτεινού, σύμβολο της εξέγερσης του 1357 των χωρικών της Λευκάδας εναντίον των Φράγκων, με τον Αυθέντη Λευκάδος Γρατιανό Τζώρτζη.
Ο Γρατιανός Τζώρτζης καταγόταν από τον επίσημο ευγενή οίκο των Zorgi (Γεωργίων) της Ενετίας. Διοικούσε τη Λευκάδα από το 1355 ή ίσως πιθανότερο από το 1343, στην αρχή ως αντιπρόσωπος του φεουδάρχη Βάλτερου (Ουαλτέριος κατά τον Χοπφ-Ρωμανό) Βριέννιου και κατόπιν από το 1355 ως κύριος του νησιού, ανταμειβόμενος από τον Βάλτερο για τις προς αυτόν παρασχεθείσες εκδουλεύσεις. «… Τούτου ένεκεν ο Δουξ (σημ.: ο Βάλτερος) τω έτει τω προηγηθέντι της τελευτής αυτού, τη 18 Οκτωβρίου 1355 εν Παρισίοις παρεχώρησε τω Γρατιανώ και τοις απογόνοις αυτού την χωροδεσποτείαν απάσης της νήσου Λευκάδος και του φρουρίου της Αγίας Μαύρας εφ’ όρω να επικουρή τω Δουκί και τοις κληρονόμοις αυτού…». Ο Γρατιανός διοικούσε το φέουδό του από το κάστρο της Αγίας Μαύρας όπου έμενε με τον αδελφό του Νικόλαο και το γιο του Βερνάρδο.
Ο Καθηγητής Κάρολος Χοπφ (Hoprf, Carl Hermann Friedrich Johann, 1832-1873) στην Ιστορική Πραγματεία του «Γρατιανός Ζώρζης – Αυθέντης Λευκάδος», που μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Ιωάννη Ρωμανό (1836-1892) και εκδόθηκε στην Κέρκυρα το 1870 στο τυπογραφείο Ιωνία των αδελφών Κάων, περιγράφει ως εξής τα γεγονότα της εξέγερσης των χωρικών:
«… Τότε πρώτον απέβη κρίσιμος η θέσις αυτού (σημ.: εννοεί το Γρατιανό Τζώρτζη), ότε ο μεν Νικηφόρος, υιός του παλατίνου Κόμητος Ιωάννου, ενόπλω χειρί επανέκαμπτεν εκ Κωνσταντινουπόλεως προς ανάκτησιν της εαυτού Δεσποτείας, οι δε Αλβανοί προσωτέρω προήλαυνον, στρατηγούντος Καρόλου Θωπίου, επικαλούντος εαυτόν de domo Franciae, ούσης της μητρός αυτού νόθου τινός εκ του της Νεαπόλεως οίκου. Τούτων ένεκεν απετάθη εις Ενετίαν, ικετεύων ίνα κελεύσωσι προς τον Μοίραρχον του κόλπου να προσορμισθή εις τους λιμένας της Λευκάδος κατά τιν εις Ανατολήν διάπλουν, επί υποσχέσει χορηγήσεως 1000 μοδίων σίτου προς διατροφήν αυτού, δεόμενος εν ταυτώ ίν’ ανακηρύξωσιν εαυτόν πολίτην Ενετόν προς μείζονα από των πειρατών σκέπην. Η Σύγκλητος ασμένως εδέχθη τη 28 Ιανουαρίου 1357 την προσφοράν ταύτην, αναθείσα τον προσδιορισμόν της ποσότητος των προσενεκτέων σιτηρών εις τον Μοίραρχον του κόλπου. Αλλ’ ότε ο Πέτρος Σορέντζος, περιβεβλημένος το αξίωμα τούτο, ήλθε τη 5 Μαΐου εις το φρούριον της Αγίας Μαύρας και απήτησε τα υποσχεθέντα σιτηρά, παρά προσδοκίαν ουδέν εύρε. Διότι κατά τον Μάρτιον μήνα οι υπήκοοι του Γρατιανού, διεγειρόμενοι παρά του Νικηφόρου και του νεωστί αναγορευθέντος παλατίνου Κόμητος Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Λεονάρδου Α’ του εκ Τόκκων -επ’ αυτώ τούτω αναδειχθέντος τότε υπό Ροβέρτου της Αχαΐας- επανεστάτησαν κατ’ αυτού, ωχυρώθησαν εν τη ακροπόλει Επισκοπία και συνέκλεισαν αυτόν εκείνον εις την πρωτεύουσαν και το φρούριον αυτής. Ύστερον δε τη 22 Απριλίου ήλθε μετά πεζών και ιππέων στρατάρχης τις του Δεσπότου Νικηφόρου, όστις απήγαγε δεσμίους τους ενετούς εμπόρους και συνέταξε τους αποστατήσαντες. Άμα δ’ εκείνου απελθόντος, και ο Κόμης παλατίνος Λεονάρδος Α’ ήρξατο εποφθαλμιών επί της Λευκάδος, καθ’ α πρώην εξαρτωμένης εκ της παλατίνης Κομητείας, και προσωρμίσθη μετά δύο νεών, ίνα κατασκοπήση την χώραν. Των πραγμάτων ούτω δυσχερώς εχόντων, ο Γρατιανός δεν ηδυνήθη, ως εικός, την εαυτού υπόσχεσιν να εκπληρώση. Αλλ’ έτι μάλλον περί τας κρίσεις αυτού ηπατήθη, φαντασθείς ότι ειλικρινώς και βαθέως ηγαπάτο υπό των πλείστων των υπηκόων αυτού και ότι, εάν μετά μόνον εκατόν ανδρών επεχείρει αντιπερισπασμόν εις Επισκοπίαν, ήθελον εκείνοι διατελέση αυτώ πιστότατοι. Προς τον Γρατιανόν, ως πολίτην ενετόν όντα, ο Σοράνζος εχορήγησε παραχρήμα εκατόν άνδρας, μεθ’ ων ο Γρατιανός και ο αδελφός αυτού Νικόλαος εστράτευσεν προς νεόκτιστον φρούριον, δέκα μίλια εκ Λευκάδος απέχον. Η οδός ήγε δι’ αποκρήμνων ορέων και ουδείς των Γραικών εφαίνετο. Το φρούριον, αφρούρητον ον, αμέσως επυρπολήθη μετά των πέριξ πηλίνων ως επό το πολύ και αχυροσκεπών οικιών, ουδεμιάς ζωοτροφίας ή άλλου τινός των επιτηδείων εκεί ευρεθέντος. Ου μακράν απ’ αυτού εν τοσούτω συνηγέρθησαν οι Γραικοί, 500 πεζοί και 40 ιππείς, οίτινες τον μεν Γρατιανόν εδέχθησαν λοιδορούντες, τους δε ενετούς οπλίτας έβαλλον, ετόξευον και εσφενδόνων ούτως, ως ε ηνάγκασαν αυτούς εις υποχώρησιν προς το φρούριον της Αγίας Μαύρας. Ίνα δ’ επισπεύση την πορείαν, ηβουλήθη ο Γρατιανός ν’ αγάγη την ευάριθμον στρατιάν δι’ επιτομωτέρας και ευπορωτέρας παρά ταις ναυσίν οδού, αλλ’ ου γινώσκοντος εκείνου ακριβώς αυτήν, αφίκοντο μετ’ ου πολύ εις άβατον φάραγγα (σημ.: ο Π. Ροντογιάννης αναφέρει στο έργο του «Ιστορία της νήσου Λευκάδος -Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, Τόμος Α’, σελ. 310, Αθήνα 1980- ότι πρόκειται πιθανότατα για την τοποθεσία «Κακό Λαγκάδι») . Απειρηκότες υπό του καμάτου, ταλαιπωρούμενοι υπό τε της δίψης και της πείνης, ήλθον τέλος εις οροπέδιον, ένθα διενοούντο ν’ αναπαυθώσιν, ότε αίφνης οι Γραικοί επέπεσον πάντοθεν επ’ αυτούς και αιματώδης συνεκροτήθη αγών. Μόνον δε χάριν ετοίμως πεμφθείσεις παρά του στόλου βοηθείας ηυμοίρησαν να σωθώσιν οι συγκεκλεισμένοι, αλλ’ ο Γρατιανός και ο Νικόλαος απήχθησαν εις την Επισκοπίαν αιχμάλωτοι και δέσμιοι. Βερνάρδος ο του Γρατιανού (σημ.: πρόκειται για το γιο Γρατιανού) μείνας εν τω φρουρίω μετ’ ασθενούς φρουράς εκ μόνων πεντεκαίδεκα ανδρών συνισταμένης, ένδακρυς εξώρκιζε τον ενετόν Μοίραρχον, ίνα μη εγκαταλείψη αυτόν. Ο Σοράντζος, εις το συμφέρον της Ενετίας προ παντός άλλου σκοπών, εσκέφθη, ότι η νήσος καλώς διαχειριζομένη ήθελεν αποφέρη ετήσιον δισχιλίων χρυσών φλωρίων εισόδημα και ότι επικίνδυνος ήθελεν αύτη καταστή, κυριευομένη υπό του Νικηφόρου και κρησφύγετον των πειρατών γινομένη. Αλλά μη δυνάμενος να παραμείνη, διότι έμελλε καθ’ ας είχεν οδηγίας ν’ αποπλεύση εις Αχαΐαν, υπεσχέθη να ξενολογήση χάριν του Βερνάρδου εν Κερκύρα και Γλαρέντση, εχορήγησε δ’ αυτώ εν τοσούτω τρισκαίδεκα άνδρας προς
ενίσχυσιν της φρουράς. Η αγγελία αύτη συνετάραξε μεγάλως την Ενετίαν, Η Σύγκλητος, μη βουλομένη να υποβάλη εις περαιτέρω δυσχερείας τους εαυτής στρατιώτας, εκέλευσε προς πάντας τους εν τη νήσω διατριβόντας ενετούς να επανέλθωσιν οίκαδε. Ο Γρατιάνος όμως, όστις παρεδόθη αλυσίδετος τω Νικηφόρω, έγραψεν εκ του δεσμωτηρίου προς την πολιτείαν, ίνα μεσιτεύση υπέρ της απολυτρώσεως αυτού…»
Ένα χρόνο αργότερα, το 1358, ο Νικηφόρος Ορσίνι θα σκοτωθεί κοντά στον Αχελώο και ο Κάρολος Θώπια θα αποφυλακίσει το Γρατιανό, ο οποίος θα επανέλθει στη Λευκάδα και θα συνεχίσει να κρατεί το νησί ως το θάνατό του το 1362. Αφορμή για την εξέγερση των χωρικών της Λευκάδας, σημειώνει ο Ροντογιάννης στο προαναφερθέν σύγγραμμά του, ίσως να αποτέλεσε η προσπάθεια του Γρατιανού να συγκεντρώσει τα 1000 μόδια σιταριού που είχε υποσχεθεί στο ναύαρχο Σορέντζο για την τροφοδότηση του στόλου του. Ίδια αφορμή -συγκέντρωση φόρου για την κατασκευή διώρυγας- είχε εξάλλου αποτελέσει, εκατονταετίες αργότερα, την εξέγερση των χωρικών το 1819 ενάντια στους Άγγλους κατακτητές.
http://www.kolivas.de/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου